Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

ΚΑΜΙΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Αν και τις μέρες που διανύουμε το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων (ΠΓΔΜ) είναι κυρίαρχο, σε ένα ακόμα σοβαρό πρόβλημα στην περιοχή πρέπει να «σκύψει» η ελληνική κυβέρνηση. Πρόκειται για την ελληνική μειονότητα των Σκοπίων, στο νότιο τμήμα της γειτονικής χώρας, που μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να γίνεται γνωστή στην ελληνική κοινή γνώμη, αν ζητάει βοήθεια από το ελληνικό κράτος εδώ και πολλά χρόνια. Ας γνωρίσουμε λοιπόν την ελληνική μειονότητα των Σκοπίων, όπως την αφηγούνται και οι ίδιοι οι Έλληνες της περιοχής, μέσα από το blog τους (http://northmacedonians.blogspot.com/). Η μειονότητα αυτή στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν όμως πλειονότητα σε μία εδαφική λωρίδα βόρεια των ελληνικών συνόρων, στην περιοχή που περιλαμβάνει την Αχρίδα, το Μοναστήρι, την Γευγελή και την Στρώμνιτσα και με όρια προς Βορρά το Κρούσοβο και τον Πρίλαπο. Εκεί ακριβώς βρίσκονται και τα όρια της ιστορικής και γεωγραφικής Μακεδονίας, διότι γεωγραφική Μακεδονία, ως όρος ανεξάρτητος και διαφορετικός από την ιστορική, δεν υφίσταται.

Τη διαφοροποίηση των όρων "γεωγραφική" και "ιστορική" Μακεδονία επέβαλαν οι Βούλγαροι εθνικιστές μετά το βουλγαρικό εκκλησιαστικό σχίσμα του 1870, βάζοντας τη Μακεδονία στην κλίνη του Προκρούστη, προεκτείνοντας τα όριά της βόρεια των Σκοπίων για να εξυπηρετήσουν τις επιδιώξεις τους και προετοίμασαν έτσι το έδαφος για την επινόηση από τον Τίτο του "μακεδονικού" έθνους το 1944.

Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα οι χριστιανοί της Πελαγονίας (η περιοχή του Μοναστηρίου - Κρουσόβου που κατ΄ εξοχήν κατοικούνταν από Έλληνες) διακρίνονταν σε δύο γλωσσικές ομάδες: τους σλαβόφωνους, οι οποίοι ήταν κυρίως γεωργοκτηνοτρόφοι και τους βλαχόφωνους που προέρχονταν από την περιοχή της Μοσχόπολης της Βορείου Ηπείρου, απ' όπου είχαν μεταναστεύσει μαζικά κατά τον 18ο αιώνα, εξαιτίας των αλβανικών καταπιέσεων.

Η παιδεία, η εκκλησία και η κουλτούρα στην βόρεια αυτή μακεδονική ζώνη ήταν σε ελληνικά χέρια και η εθνική συνείδηση, όταν υπήρχε, ήταν ελληνική. Στο σύνολό τους οι χριστιανοί κάτοικοι και είχαν το βλέμμα στραμμένο προς τον ελληνισμό και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Η δημιουργία βουλγαρικής εθνικής συνείδησης στην Πελαγονία, όπως και γενικότερα στον χώρο της Μακεδονίας, άρχισε με ρωσική πρωτοβουλία και οργάνωση, από το 1846 και εντάθηκε μετά το 1870, οπότε η βουλγαρική Εκκλησία (Εξαρχία) αποσπάστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο σλαβόφωνος πληθυσμός διχάστηκε: άλλοι παρέμειναν πιστοί στο Πατριαρχείο και στην ελληνική ιδέα και άλλοι θεώρησαν εαυτούς Βουλγάρους και προσχώρησαν στην Εξαρχία.
Οι βλαχόφωνοι, όμως, παρέμειναν στο σύνολό τους φανατικοί Έλληνες, παρά την ύπαρξη και δράση ισχυρής ρουμανικής προπαγάνδας, η οποία συνεπικουρούμενη από τον βουλγαρικό εθνικισμό και το οθωμανικό κράτος, προσπαθούσε να προσεταιρισθεί τους Βλάχους της περιοχής.

Οι σλαβόφωνοι κάτοικοι που παρέμειναν πιστοί στο Πατριαρχείο και διατήρησαν ελληνική εθνική συνείδηση βρίσκονταν κατά μήκος των ελληνικών συνόρων στις περιοχές Μοναστηρίου, Γευγελής και Στρώμνιτσας. Εναντίον αυτών στράφηκε κυρίως η βουλγαρική προπαγάνδα και η στρατιωτική δράση κατά την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα (1870-1908). Οι Βούλγαροι, με επιμονή, παρά το αντίθετο λαϊκό αίσθημα που συναντούσαν στις εστίες του ελληνισμού, χάρη στην συμπαράσταση των Ρώσων, αλλά και των άλλων δυνάμεων όπως και του Πάπα, και κυρίως με τα άφθονα χρήματα της Σόφιας για δημιουργία σχολείων και εξαγορά συνειδήσεων, κατόρθωσαν να περιορίσουν το ελληνικό στοιχείο εκεί όπου άλλοτε κυριαρχούσε.

Πιο χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η υποχώρηση του ελληνικού στοιχείου στην ιστορική πόλη της Αχρίδας. Η Αχρίδα είναι κτισμένη στην θέση της αρχαίας πόλης Λύχνου, στο βορειοανατολικό άκρο της ομώνυμης λίμνης, όπου θεωρούνταν σύμφωνα με τους ιστορικούς, προμαχώνας και ακρόπολη του ελληνισμού στη Μακεδονία, ενώ κυριαρχούσε η ελληνική γλώσσα, η βουλγαρική ομιλείτο μόνο σε στενό οικογενειακό κύκλο και δεν υπήρχε ούτε ένας που να μπορούσε να διαβάσει σλαβική γραφή.

Ο ελληνισμός μπορεί να μειώθηκε μέχρις εξαφανίσεως στην περιοχή της Αχρίδας και των Σκοπίων, παρέμεινε όμως ισχυρός καθ' όλη την διάρκεια του 20ού αιώνα στην περιοχή της Πελαγονίας με βασικά προπύργια το Μοναστήρι και το Κρούσοβο.

Μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό τώρα, το 1912, και την υπαγωγή της περιοχής στο νεοσύστατο Βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, που αργότερα ονομάστηκε Γιουγκοσλαβία, η κατάσταση του ελληνισμού άλλαξε προς το χειρότερο. Οι Σέρβοι έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία και τις ελληνικές εκκλησίες και απαγόρευσαν την χρήση της ελληνικής γλώσσας. Μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού της Πελαγονίας μετανάστευσε στο ελληνικό έδαφος, κυρίως στην Φλώρινα και στην Θεσσαλονίκη, ενώ οι Σέρβοι μετέφεραν Βόσνιους και Κροάτες στην Πελαγονία, με στόχο την εθνολογική αλλοίωση της περιοχής. Γενικά, το γιουγκοσλαβικό κράτος, με ποικίλες πιέσεις, προσπάθησε επί σχεδόν τριάντα χρόνια να πείσει τους Βουλγάρους, Αλβανούς και Έλληνες κατοίκους της σημερινής ΠΓΔΜ ότι είναι "Παλαιοί Σέρβοι", οι οποίοι είχαν χάσει την εθνική τους ταυτότητα.

Παράλληλα, κατά την διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, οι βουλγαρικές δυνάμεις επιδόθηκαν και πάλι σε προσπάθεια εκβουλγαρισμού του ελληνικού στοιχείου. Χαρακτηριστικές των αλλεπάλληλων σερβικών και βουλγαρικών καταπιέσεων επί των ελληνικών πληθυσμών της Πελαγονίας, υπήρξαν οι διαδοχικές αλλαγές των ελληνικών επωνύμων: ο Παναγιωτίδης, π.χ. μετονομάστηκε από τους Σέρβους το 1913 σε Παναγιώτοβιτς, από τους Βουλγάρους το 1916 σε Παναγιώτωφ, από τους Σέρβους το 1919 πάλι σε Παναγιώτοβιτς, από τους Βουλγάρους το 1941 σε Παναγιώτωφ και τέλος από τους (Σλαβο-) "Μακεδόνες" του Τίτο το 1945 σε Παναγιωτόφσκυ… Η κατάληξη των ελληνικών επωνύμων σε -σκυ υιοθετήθηκε ως μία ουδέτερη, σλαβικού χαρακτήρα κατάληξη, εφ' όσον η κατάληξη -ωφ θύμιζε Βουλγαρία και η κατάληξη -ιτς Σερβία. Μέχρι και σήμερα τα επώνυμα των ελληνικής καταγωγής κατοίκων της ΠΓΔΜ φέρουν την κατάληξη -σκυ, με πρώτο συνθετικό το παλιό ελληνικό επώνυμο.

Και φθάνουμε στο σήμερα: Το επίσημο ελληνικό κράτος, πιστό στην πατροπαράδοτη έλλειψη οποιασδήποτε εξωτερικής πολιτικής για τις ελληνικές μειονότητες στις γειτονικές χώρες (Β. Ήπειρος, Κων/πολη, Ίμβρος - Τένεδος), αδιαφόρησε πλήρως και για την προσπάθεια αφελληνισμού της Πελαγονίας από το 1850 μέχρι και σήμερα. Αποτέλεσμα της μακροχρόνιας και συστηματικής προπαγάνδας και καταπίεσης, ήταν η προοδευτική προσχώρηση των σλαβοφώνων Ελλήνων της Πελαγονίας στην "μακεδονική" εθνότητα.

Όμως η πολύχρονη πλύση εγκεφάλου, για εμπέδωση της "μακεδονικής εθνότητας", δεν πέρασε στους βλαχόφωνους κατοίκους της Πελαγονίας. Το μεγαλύτερο μέρος των Βλάχων του Μοναστηρίου και του Κρουσόβου μιλούν ακόμη τα ελληνικά και διατηρούν την ελληνική εθνική συνείδηση, ακόμη και όταν φοβούνται να την εκδηλώσουν ανοιχτά (κυρίως από το 1990 και μετά).

Οι στατιστικές του κράτους των Σκοπίων δεν αναφέρουν ελληνική μειονότητα. Είναι πιθανό ότι οι Έλληνες στο γειτονικό κράτος ανέρχονται σε περισσότερους από 100.000, χωρίς να είναι δυνατή ακριβής εκτίμηση. Ελάχιστοι απ' όσους έχουν ελληνική καταγωγή τολμούν να εκδηλωθούν ανοιχτά, επειδή υπάρχει ένας απέραντος φόβος, καθώς και η βεβαιότητα ότι το ελληνικό κράτος δεν πρόκειται να τους προστατεύσει.

Όπως γίνεται συνήθως στην Ελλάδα, το κενό του ενδιαφέροντος για την μειονότητα της ΠΓΔΜ προσπαθούν να καλύψουν ιδιωτικοί φορείς και μεμονωμένα άτομα. Τελείως ενδεικτικά αναφέρω ότι στο Πρίλεπ λειτουργεί φροντιστήριο ελληνικών η Κατερίνα Βίδα, η οποία υφίσταται συνεχείς ελέγχους από το καθεστώς, ενώ στην πόλη των Σκοπίων ελληνικό φροντιστήριο λειτουργούσε η Ένωση Βλάχων με την Νόρα Γέρου. Δυστυχώς οι αρχές το έκλεισαν καθαιρώντας την διοίκηση του συλλόγου και τοποθετώντας δοτή και ελεγχόμενη από αυτούς ηγεσία. Στην Ρέσνα, ο Νικόλας Κωνσταντινίδης αγωνίζεται για την δημιουργία ενός ιδρύματος ελληνικού πολιτισμού, με επίσης τρομερές διώξεις από το καθεστώς, ενώ στην αμιγέστερη ελληνική πόλη, το Κρούσοβο (ελληνο-βλάχικη κατά 90%) λειτουργεί φροντιστήριο ελληνικής γλώσσας, με τον Άλκη Στράλλα, που πηγαίνει από το Μοναστήρι.

Συμπερασματικά, στο Μοναστήρι και στα άλλα βλαχόφωνα κέντρα της Πελαγονίας ο ελληνισμός εξακολουθεί να υπάρχει, επιδεικνύοντας πρωτοφανή ανθεκτικότητα, σε πείσμα της νεοελληνικής άγνοιας και αδιαφορίας. Η πλήρης εγκατάλειψή του από το ελληνικό κράτος μετά το 1913 υπήρξε εθνική παράλειψη, που όμοιά της δεν θα βρει κανείς στην ιστορία των γειτονικών λαών Σέρβων, Βουλγάρων, Αλβανών και Τούρκων, όσο και αν ψάξει.

Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι οι Έλληνες ομογενείς σε όλη την ιστορική τους πορεία έχουν σταθεί άξιοι της ελληνικότητάς τους, την οποία δεν εγκατέλειψαν ούτε στην σύγχρονη εποχή της πτώσης των ιδεολογιών και της παγκοσμιοποίησης. Την απέδειξαν δε, τόσο με την οικονομική και πνευματική ανάπτυξη που επέδειξαν, όσο και με την συμμετοχή τους στους εθνικούς αγώνες. Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να πω πως η ελληνική μειονότητα των Σκοπίων είναι δυστυχώς η πιο αδικημένη, η πιο λησμονημένη και η πιο αγνοημένη από όλες τις ελληνικές μειονότητες και παροικίες του εξωτερικού…

Δεν υπάρχουν σχόλια: